Λάντογκα
Смотреть что такое "Λάντογκα" в других словарях:
Λάντογκα — (Ladoga, ρωσ. Ladozhskoye Ozero). Λίμνη (18.390 τ. χλμ.) στο βορειοδυτικό τμήμα της Ρωσίας, κοντά στην Αγία Πετρούπολη και στον Φινικό κόλπο. Είναι η μεγαλύτερη σε επιφάνεια λίμνη της Ευρώπης· έχει μέγιστο μήκος 208 χλμ., μέγιστο πλάτος 126 χλμ … Dictionary of Greek
Ονέγκα — (αγγλ. Onega Lake, ρωσ. Onezhskoye Ozero, φιλανδικά Aaninen). Λίμνη (9.610 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, που βρίσκεται στη Ρωσική Δημοκρατία, στον φιλανδοκαρελικό ισθμό. Η Ο. είναι μετά τη Λαντόγκα η μεγαλύτερη λίμνη της Ευρώπης. Έχει μέσο βάθος… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Αγία Πετρούπολη — (Sankt Peterburg) . Πόλη (4.694.000 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής (85.900 τ. χλμ.) της Ρωσικής Ομοσπονδίας και παλαιά πρωτεύουσα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Χτισμένη στον Φινικό κόλπο (Βαλτική θάλασσα), στο δέλτα των… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… … Dictionary of Greek
Λευκή θάλασσα — (αγγλ. White Sea, ρωσ. Beloje More). Θαλάσσια εσοχή (95.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού στις ακτές της βορειοδυτικής Ρωσίας. Αποτελεί βραχίονα της θάλασσας του Μπάρεντς, με την οποία χωρίζεται από έναν στενό δίαυλο βάθους μόλις 40 μ., και… … Dictionary of Greek
Νέβας — (Neva). Ποταμός (74 χλμ.) της Ρωσίας που πηγάζει από τη λίμνη Λάντογκα και χύνεται στον κόλπο της Φιλανδίας. Διασχίζει την Πετρούπολη και είναι πλωτός. Ο Ν. συνδέεται με την ομώνυμη μάχη, κατά την οποία ο Αλέξανδρος Νέβσκι νίκησε τους Σουηδούς.… … Dictionary of Greek
Νιεβά — Ποταμός (74 χλμ.) στη βορειοδυτκική Ρωσία. Πηγάζει από τη λίμνη Λαντόγκα και χύνεται στη Βαλτική θάλασσα, στο εσωτερικό τμήμα του Φιλανδικού κόλπου, σχηματίζοντας ένα δέλτα πάνω στο οποίο ιδρύθηκε το Λένινγκραντ (1703). Συνδέεται απευθείας με τη… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek